- ανεπιστήμων
- ων, ον1) не имеющий достаточных научных знаний; 2) безграмотный, невежественный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεπιστήμων — ἀνεπιστήμων, ον (Α) 1. αμαθής, άπειρος, αδαής 2. ο χωρίς επιστημονική μόρφωση 3. (για μέλος του σώματος) ανάσκητος, αγύμναστος … Dictionary of Greek
ἀνεπιστήμων — ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστῆμον — ἀνεπιστήμων ignorant masc/fem voc sg ἀνεπιστήμων ignorant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστήμονα — ἀνεπιστήμων ignorant neut nom/voc/acc pl ἀνεπιστήμων ignorant masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστημονεστέρη — ἀνεπιστήμων ignorant fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστημόνων — ἀνεπιστήμων ignorant gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστημόνως — ἀνεπιστήμων ignorant adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστήμονας — ἀνεπιστήμων ignorant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστήμονες — ἀνεπιστήμων ignorant masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστήμονι — ἀνεπιστήμων ignorant dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστήμονος — ἀνεπιστήμων ignorant gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)